- ρώκα
- η, Νβλ. ρόκα (ΙΙΙ).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρόκα — I Εργαλείο, συνήθως ξύλινο, με το οποίο κλώθονται μαλλιά, βαμβάκι και λινάρι. Είναι ραβδί ενός μέτρου περίπου, διχαλωτό στη μια άκρη σε σχήμα Ψ. Στην άκρη αυτή μπαίνει η τουλούπα του υλικού που είναι για κλώσιμο. Η άλλη άκρη στερεώνεται στη μέση … Dictionary of Greek
κεκυρώκασι — κεκῡρώκᾱσι , κυρόω confirm perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκύρωκα — κεκύ̱ρωκα , κυρόω confirm perf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)